Την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016, περίπου 100 χρόνια μετά την πρόβλεψη του Αϊνστάιν για την ύπαρξη των βαρυτικών κυμάτων, το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ, τα Πανεπιστήμια Caltech και MIT και η ερευνητική κοινοπραξία LIGO ανακοίνωσαν την ανακάλυψη βαρυτικών κυμάτων, ανεπαίσθητων ρυτιδώσεων στον «ιστό» του χωροχρόνου, τα οποία δημιουργήθηκαν από την σύγκρουση δύο μαύρων οπών, περίπου 1 δισ. έτη φωτός μακριά.

Η ανακάλυψη αυτή, εάν μάλιστα επιβεβαιωθεί τους επόμενους μήνες και από ανεξάρτητους ανιχνευτές, θα δώσει το έναυσμα για μια νέα εποχή στην Αστρονομία. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Karsten Danzmann, διευθυντής στο Ινστιτούτο Max Planck Βαρυτικής Φυσικής, αλλά και στο Ινστιτούτο Βαρυτικής Φυσικής του Πανεπιστημίου Leibniz της Γερμανίας, «πρόκειται για την πρώτη στα χρονικά απευθείας ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων, για την πρώτη στην ιστορία άμεση ανίχνευση μαύρων οπών και συνάμα μία ακόμη επαλήθευση της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, αφού οι ιδιότητες αυτών των μαύρων οπών συμφωνούν επακριβώς με όσα προβλέπει γι’ αυτές η θεωρία του Αϊνστάιν που διατυπώθηκε σχεδόν 100 χρόνια πριν».

Δεδομένης της τεράστιας σημασίας που έχει η ανακάλυψη αυτή, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τι είναι τα βαρυτικά κύματα και γιατί η ανίχνευσή τους αποτελεί μία από τις κορυφαίες επιστημονικές ανακαλύψεις όλων των εποχών [στην εικόνα διακρίνεται στιγμιότυπο της προσομοίωσης της σύγκρουσης δύο μαύρων οπών (φωτογρ. NASA/C. Henze)].

Η ιστορία μας ξεκινά με την δεκαετή διανοητική προσπάθεια του Άλμπερτ Αϊνστάιν, η οποία κορυφώθηκε τον Νοέμβριο του 1915, όταν ο κορυφαίος αυτός φυσικός παρουσίασε σε μια σειρά διαλέξεων την νέα θεωρία του για την βαρύτητα, που έκτοτε έχει μείνει γνωστή ως η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας (ΓΘΣ, για περισσότερες πληροφορίες στο θέμα Νοεμβρίου 2015, Τα Εκατοστά Γενέθλια της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας).

Η θεωρία αυτή μετέβαλε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον χώρο, τον χρόνο και την βαρύτητα και μας έδωσε ένα πανίσχυρο θεωρητικό εργαλείο για την μελέτη Σύμπαντος και της εξέλιξής του.

Πολύ περισσότερο, μαζί με την Κβαντική Φυσική, αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε το λαμπρό οικοδόμημα της σύγχρονης φυσικής επιστήμης.

Σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, λοιπόν, ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι πλέον αυτές οι σταθερές, αμετάβλητες και απόλυτες δομές της κλασικής Νευτώνειας φυσικής, εντός των οποίων κινούνται τα υλικά σώματα και υλοποιούνται, ανεπηρέαστα απ’ αυτές, τα φυσικά φαινόμενα.

Την ίδια στιγμή, η βαρύτητα δεν είναι απλά μια μυστηριώδης δύναμη που δρα ακαριαία από απόσταση, έλκοντας το ένα σώμα προς το άλλο.

Αντίθετα, ο χώρος και ο χρόνος ενοποιούνται σε έναν ενιαίο, δυναμικό και τετραδιάστατο χωροχρόνο και η βαρύτητα είναι μια εγγενής ιδιότητα της γεωμετρίας του.

Στο θεωρητικό πλαίσιο της ΓΘΣ, δηλαδή, ο Αϊνστάιν περιγράφει την βαρύτητα ως την καμπύλωση που προκαλεί η παρουσία της ύλης στην δομή του τετραδιάστατου χωροχρόνου και ο χωρόχρονος καθορίζει με την σειρά του την τροχιά του κάθε αντικειμένου που κινείται εντός του απ’ αυτόν ακριβώς τον βαθμό της καμπύλωσής του.

Εκατό χρόνια αργότερα, η ΓΘΣ, όχι μόνο εξακολουθεί να στέκεται γερά στα πόδια της, αλλά με εξαίρεση την ανίχνευση των βαρυτικών κυμάτων, κάθε άλλη θεωρητική της πρόβλεψη, έχει επιβεβαιωθεί ξανά και ξανά με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια. Η ανακάλυψη των βαρυτικών κυμάτων, που μόλις ανακοινώθηκε, αποτελεί την τελευταία και πιο εντυπωσιακή επιβεβαίωσή της.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Steven Hawking στο BBC, «τα βαρυτικά κύματα μας προσφέρουν έναν εντελώς νέο τρόπο παρατήρησης και μελέτης του Σύμπαντος. Η ικανότητα να τα ανιχνεύουμε μπορεί να δώσει τα έναυσμα για μια νέα επανάσταση στην Αστρονομία».

Τα βαρυτικά κύματα είναι μικροσκοπικές διαταραχές στην ίδια την υφή του χωροχρόνου, ρυτιδώσεις του δυναμικού χωροχρονικού συνεχούς, οι οποίες προκαλούνται κάθε φορά που αντικείμενα του Σύμπαντος με μεγάλες μάζες επιταχύνονται. Όπως περίπου τα επιταχυνόμενα ηλεκτρικά φορτία παράγουν ηλεκτρομαγνητικά κύματα, κάθε επιταχυνόμενο υλικό σώμα παράγει βαρυτικά κύματα.

Ενώ όμως η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία διασχίζει τον χωροχρόνο με την ταχύτητα του φωτός, η βαρυτική ακτινοβολία, τα βαρυτικά κύματα δηλαδή, αποτελούν διακυμάνσεις του ίδιου του χωροχρόνου, που κι αυτές εικάζεται ότι διαχέονται με την ταχύτητα του φωτός. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να «ρυτιδώνει» ο ίδιος ο χώρος; Η βαρύτητα, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, είναι ο τρόπος που ένα υλικό σώμα με μάζα στρεβλώνει τον χωροχρόνο γύρω του.

Η στρέβλωση αυτή, όμως, δεν παραμένει στατική, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να διαχέεται στο Σύμπαν με την μορφή βαρυτικών κυμάτων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Αϊνστάιν, τα βαρυτικά κύματα είναι διαταραχές ή διακυμάνσεις στον ίδιο τον ιστό του χωροχρόνου, οι οποίες διαδίδονται προς όλες τις κατευθύνσεις στο Διάστημα, όπως περίπου διαχέονται στην επιφάνεια μιας λίμνης οι κυματισμοί που προκαλεί ένα βότσαλο που πέφτει σε μια λίμνη.

Δεδομένου ότι η βαρύτητα είναι η ασθενέστερη από τις τέσσερεις θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις της φύσης, τα βαρυτικά κύματα είναι τόσο ασθενή, ώστε η ανίχνευσή τους είναι εξαιρετικά δύσκολη. Γι’ αυτό και πρακτικά, μόνο τα σώματα του Σύμπαντος με τις μεγαλύτερες μάζες και επιταχύνσεις μπορούν να δημιουργήσουν βαρυτικά κύματα, ικανά να προκαλέσουν μετρήσιμες μεταβολές στην ύλη που μας περιβάλλει, ενώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο η αναπαραγωγή τους στο εργαστήριο είναι αδύνατη. Εκτός αυτού, καθώς ένα βαρυτικό κύμα διαδίδεται στον χωροχρονικό ιστό του Σύμπαντος, όσο περισσότερο απομακρύνεται από τη φυσική αιτία που το δημιούργησε, τόσο περισσότερο εξασθενεί και τόσο περισσότερο ελαχιστοποιούνται οι ταλαντώσεις που προκαλεί στην ύλη.

Γι’ αυτό και παρόλο που ο Αϊνστάιν ήταν εκείνος που πρώτος πρότεινε τον ύπαρξή τους το 1916, ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τα ανιχνεύσουμε, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι πρέπει να άλλαξε αρκετές φορές την γνώμη του, αναφορικά με την ύπαρξή τους.

Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που η ύπαρξη των βαρυτικών κυμάτων ήταν και η μοναδική έως τώρα από τις θεμελιώδεις προβλέψεις της ΓΘΣ που παρέμενε ανεπιβεβαίωτη πειραματικά. Ωστόσο οι έμμεσες ενδείξεις ότι αυτά υπήρχαν ήταν ισχυρές.

Οι ισχυρότερες απ’ αυτές προέκυψαν μέσα από την μελέτη του πρώτου δυαδικού πάλσαρ, δηλαδή του πρώτου πάλσαρ που μαζί με έναν άλλο αστέρα νετρονίων περιστρέφονται γύρω από το κοινό κέντρο βάρους τους. Η συστηματική μελέτη του πάλσαρ των Hulse-Taylor, όπως είναι γνωστός από τους αστροφυσικούς που τον ανακάλυψαν, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τα δύο αυτά ουράνια σώματα στροβιλίζονται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα το ένα γύρω από το άλλο, καθώς η μέση απόστασή τους μειώνεται συνεχώς, ώσπου εντέλει θα συγκρουστούν σε περίπου 300 εκατ. χρόνια.

Σύμφωνα με τη ΓΘΣ, αυτό συμβαίνει διότι, καθώς το διπλό αυτό αστρικό σύστημα εκπέμπει βαρυτικά κύματα, αποβάλλει ενέργεια και η τροχιά του συρρικνώνεται όλο και περισσότερο. Οι μεταβολές αυτές, αν και ελάχιστες, έχουν ήδη μετρηθεί και αντιστοιχούν με μεγάλη ακρίβεια στις θεωρητικές τιμές που προβλέπει η ΓΘΣ.

Πραγματικά, λοιπόν, τα βαρυτικά κύματα είναι τόσο ασθενή και η αλληλεπίδρασή τους με την ύλη τόσο απειροελάχιστη, που μόνο τα βιαιότερα φαινόμενα στο Σύμπαν μπορούν να δημιουργήσουν βαρυτικά κύματα ικανά να προκαλέσουν μετρήσιμες ταλαντώσεις στην ύλη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων φαινομένων αποτελούν οι εκρήξεις υπερκαινοφανών που δεν είναι σφαιρικά συμμετρικές, καθώς και τα διπλά συστήματα άστρων νετρονίων ή/και μαύρων οπών.

Τα συστήματα αυτά αποτελούνται από δύο αστέρες νετρονίων ή δύο μαύρες τρύπες, που βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους και στροβιλίζονται γύρω από το κοινό κέντρο βάρους τους, παράγοντας βαρυτικά κύματα, τα οποία διαχέονται προς όλες την κατευθύνσεις με ταχύτητα που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι ίση με τη ταχύτητα του φωτός. Καθώς απομακρύνονται από την «πηγή» τους, τα βαρυτικά κύματα μεταφέρουν πληροφορίες, όχι μόνο για την φυσική αιτία που τα δημιούργησε, αλλά και για την ίδια την φύση της βαρύτητας.

Επιπλέον, επειδή, όμως είπαμε, τα βαρυτικά κύματα «αφαιρούν» διαρκώς ενέργεια από την «πηγή» τους, στην περίπτωση των διπλών αστρικών συστημάτων αυτή η συνεχής απώλεια ενέργειας οδηγεί τα αστρικά «λείψανα» που τα απαρτίζουν (δηλαδή είτε τους αστέρες νετρονίων είτε τις μαύρες τρύπες) σε σπειροειδή κίνηση, δηλαδή σε όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωση των επιμέρους τροχιών τους. Καθώς, λοιπόν, τα «λείψανα» αυτά πλησιάζουν όλο και περισσότερο το ένα στο άλλο, περιστρέφονται όλο και ταχύτερα, μέχρις ότου η μεταξύ τους απόσταση μηδενίζεται και εντέλει συγκρούονται και συγχωνεύονται.

Ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, τα εκλυόμενα βαρυτικά κύματα αλληλεπιδρούν τόσο «φευγαλέα» με την ύλη ώστε, εάν διέρχονταν από το Ηλιακό μας σύστημα, θα μετέβαλλαν τη μέση απόσταση της Γης από τον Ήλιο κατά απόσταση μικρότερη από τη διάμετρο ενός ατόμου. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει και πόσο δύσκολο είναι να ανιχνευτούν.

Με ποιον, όμως, τρόπο επηρεάζει η διέλευση ενός βαρυτικού κύματος την ύλη που μας περιβάλλει; Σχεδόν κάθε μεταβολή στην κινητική κατάσταση ενός ουράνιου σώματος (εκτός από την περίπτωση που η μεταβολή είναι σφαιρικά συμμετρική) θα αφήσει το «αποτύπωμά» της στον χωροχρόνο με τη μορφή βαρυτικών κυμάτων. Τα κύματα αυτά απομακρύνονται από την «πηγή» τους, μεταβάλλοντας με συγκεκριμένο και ρυθμικό τρόπο (επιμήκυνση σε μία διεύθυνση και ταυτόχρονη συρρίκνωση κατά την κάθετη διεύθυνση) τις αποστάσεις μεταξύ όλων των ελεύθερων σωμάτων που βρίσκονται σε ένα επίπεδο κάθετο στη διεύθυνση διάδοσής τους. Με άλλα λόγια, καθώς ένα βαρυτικό κύμα διαχέεται στον χώρο, «ξεχειλώνει» και ταυτόχρονα συρρικνώνει τις διαστάσεις των αντικειμένων που είναι κάθετες μεταξύ τους και κάθετες προς την κατεύθυνση της διάδοσής του.

Η συχνότητα και ένταση αυτών των απειροελάχιστων μεταβολών εξαρτώνται με την σειρά τους από τις ιδιότητες τους αστρικού συστήματος που τις παράγει, όπως τις μάζες δύο μαύρων οπών που περιστρέφονται η μία γύρω από την άλλη, την μεταξύ τους απόσταση (η οποία όπως είπαμε διαρκώς μειώνεται από την συνεχή απώλεια ενέργειας του συστήματος) αλλά και από την απόσταση του συστήματος από εμάς.

Ένας τρόπος να οπτικοποιήσουμε, όσο είναι δυνατό, αυτές τις ταλαντώσεις της ύλης είναι το ακόλουθο νοητικό πείραμα, στο οποίο συγκρίνουμε την επίδραση που θα είχε σε ένα πλοίο στην θάλασσα η διέλευση θαλάσσιων κυμάτων, σε αντιδιαστολή με την διέλευση βαρυτικών κυμάτων (υποθέτουμε εδώ ότι και στις δύο περιπτώσεις παρατηρούμε το πλοίο κατά το μήκος του, ενώ τα κύματα το προσεγγίζουν με διεύθυνση κάθετη ως προς το μήκος του). Όταν η κορυφή ενός θαλάσσιου κύματος διέρχεται κάτω από το πλοίο, τότε αυτό ανυψώνεται σ' ένα μέγιστο ύψος.

Ακολούθως, όταν κάτω από το πλοίο διέρχεται η «κοιλάδα» του κύματος, τότε το πλοίο βυθίζεται σε ένα ελάχιστο ύψος κ.ο.κ., σε κάθε περίπτωση όμως οι διαστάσεις του πλοίου παραμένουν αμετάβλητες. Εάν όμως, σε αυτό το «νοητικό» μας πείραμα αντικαθιστούσαμε τα θαλάσσια με τα βαρυτικά κύματα, θα βλέπαμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Όταν, για παράδειγμα η «κορυφή» ενός βαρυτικού κύματος διερχόταν από το πλοίο, θα το «ξεχείλωνε», προκαλώντας μια ανεπαίσθητη επιμήκυνση στο μήκος του και μια ταυτόχρονη συρρίκνωση στο ύψος του.

Στη συνέχεια, όταν η «κοιλάδα» του βαρυτικού κύματος διερχόταν από το πλοίο θα προκαλούσε την αντίθετη μεταβολή, δηλαδή συρρίκνωση στο μήκος του και επιμήκυνση στο ύψος του. Όπως είπαμε, δηλαδή, εκείνες οι διαστάσεις του πλοίου, οι οποίες είναι κατακόρυφες στην διεύθυνση διάδοσης του βαρυτικού κύματος θα μεταβάλλονταν περιοδικά.

Η επιστημονική προσπάθεια που διεξάγεται στον ανιχνευτή LIGO για την ανίχνευση των βαρυτικών κυμάτων, στηρίζεται σε μια ευφυέστατη πειραματική διάταξη, με την οποία μπορούν να καταμετρηθούν αυτές οι εναλλασσόμενες επιμηκύνσεις και συστολές που θα προκαλούσε η διέλευσή τους στους κάθετους (δηλαδή σε σχήμα L) βραχίονες ενός γιγάντιου συμβολόμετρου , μήκους 4 km ο καθένας (στην πραγματικότητα τα συμβολόμετρα του LIGO είναι δύο ).

Προκειμένου να υπολογιστεί με την μέγιστη δυνατή ακρίβεια το μήκος των βραχιόνων, χρησιμοποιούνται πανομοιότυπες ακτίνες λέιζερ, οι οποίες ανακλώνται πολλές φορές από καθρέπτες που βρίσκονται εγκατεστημένοι στις άκρες του κάθε βραχίονα (ώστε πρακτικά να αυξάνεται η απόσταση που διασχίζουν από τα 4 km σε εκατοντάδες χιλιόμετρα) και στην συνέχεια επιστρέφουν στο σημείο τομής των 2 βραχιόνων, όπου και αναλύονται.

Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να καταμετρηθούν μεταβολές στο μήκος των βραχιόνων του κάθε ανιχνευτή της τάξης του 1/1.000 της ακτίνας ενός ατομικού πυρήνα, ενώ η ανάλυση των σχετικών δεδομένων μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για τα ουράνια σώματα και τα φυσικά φαινόμενα που δημιούργησαν τα βαρυτικά κύματα.

Στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, ώρα Greenwich 09:50:45, τα αυτοματοποιημένα συστήματα του LIGO κατέγραψαν ένα τέτοιο ακριβώς σήμα, η ανάλυση του οποίου έδειξε τελικά ότι επρόκειτο για ένα βαρυτικό κύμα, το οποίο προκλήθηκε από δύο μαύρες τρύπες με μάζες 29 και 36 φορές μεγαλύτερες από την μάζα του Ήλιου, οι οποίες συγχωνεύτηκαν σε μία, με μάζα 62 φορές μεγαλύτερη απ’ αυτήν του Ήλιου. Η διαφορά στην συνολική μάζα πριν και μετά την συγχώνευση αντιστοιχεί στην ενέργεια που απελευθερώθηκε κατά την σύγκρουση, με την μορφή βαρυτικών κυμάτων.

Αυτή η απευθείας ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων από το LIGO, εάν μάλιστα επιβεβαιωθεί και από άλλους ανιχνευτές στο μέλλον, θα αποτελέσει αναμφίβολα μία από τις κορυφαίες επιστημονικές ανακαλύψεις όλων των εποχών. Η σημασία της ανακάλυψης αυτής δεν μπορεί να υποτιμηθεί.

Πρώτον, αποτελεί την πρώτη άμεση ανίχνευση βαρυτικών κυμάτων, την πρώτη παρατήρηση διπλών αστρικών συστημάτων που αποτελούνται από μαύρες τρύπες και την πρώτη καταγραφή της συγχώνευσης αστρικών μαύρων οπών σε μία.

Δεύτερον, αποτελεί μια ακόμη, εντελώς νέα και εκπληκτική, επαλήθευση της ΓΘΣ και ειδικότερα, της τελευταίας από τις θεμελιώδεις προβλέψεις της, που εξακολουθούσε για δεκαετίες να αντιστέκεται στις προσπάθειες των επιστημόνων να την επιβεβαιώσουν.

Τρίτον, η μελέτη των βαρυτικών κυμάτων θα συμβάλει στις προσπάθειες των επιστημόνων να κατανοήσουν σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος, όχι μόνο της φύση της βαρύτητας, αλλά και τους θεμελιώδεις νόμους που διέπουν το Σύμπαν στο σύνολό του, ενώ θα τους βοηθήσει και στην προσπάθειά τους να επιλύσουν ορισμένα από τα μεγαλύτερα και άλυτα ακόμη μυστήρια της σύγχρονης φυσικής, όπως την ενοποίηση της κβαντικής θεωρίας με την βαρύτητα.

Τέταρτον, και εξίσου σημαντικό, με τα βαρυτικά κύματα δεν αποκτούμε απλά ένα μοναδικό εργαλείο για την μελέτη των μαύρων οπών, των αστέρων νετρονίων και των άλλων βίαιων φαινομένων του Σύμπαντος, αλλά με την βοήθειά τους ανοίγει ένα εντελώς νέο «παράθυρο» για την μελέτη του βρεφικού Σύμπαντος, που από τη φύση του είναι αδιαφανές στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.

Καθώς ήδη ανατέλλει μια νέα εποχή στην αστρονομική έρευνα, η Αστρονομία των Βαρυτικών Κυμάτων θα επιτρέψει στους αστρονόμους να συλλέξουν πληροφορίες για τα βίαια φαινόμενα του Σύμπαντος ή για το αρχέγονο παρελθόν του, που η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία αδυνατεί, από τη φύση της, να μας μεταφέρει.

1Το συμβολόμετρο είναι μια πειραματική διάταξη με την οποία μπορεί να μελετηθεί το φαινόμενο της συμβολής κυμάτων, δηλαδή το φαινόμενο που παρατηρείται όταν δύο ή περισσότερα φωτεινά κύματα που διαδίδονται στο ίδιο μέσο, αλληλεπιδρούν (δηλαδή συμβάλλουν) μεταξύ τους. Η συμβολή τους μπορεί να είναι είτε ενισχυτική είτε αποσβεστική, δηλαδή το νέο φωτεινό κύμα που θα προκύψει από την συμβολή των δύο αρχικών κυμάτων μπορεί να είναι είτε μεγαλύτερο από τα αρχικά κύματα ή πολύ μικρότερο ή και μηδενικό.

2Στην πραγματικότητα, τα συμβολόμετρα του LIGO είναι δύο, ένα εγκατεστημένο στην Ουάσινγκτον και ένα άλλο στην Λουιζιάνα, περίπου 3.000 km μακριά. Υπάρχουν δύο λόγοι γι’ αυτό.

Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι ανιχνευτές αυτοί είναι τόσο ευαίσθητοι, ώστε μπορούν να καταγράψουν ακόμη και τις πιο ανεπαίσθητες ταλαντώσεις, από έναν μικροσεισμό χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά μέχρι την διέλευση ενός φορτηγού από έναμν γειτονικό δρόμο.

Αυτές οι παρεμβολές, ωστόσο, θα «έπνιγαν» ή ακόμη και θα «μιμούνταν» το σήμα ενός βαρυτικού κύματος.

Εάν, λοιπόν, οι δύο ανιχνευτές βρίσκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον, θα ανίχνευαν τις ίδιες ακριβώς παρεμβολές την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή (είτε αυτές προέρχονταν από ταλαντώσεις σαν κι αυτές που μόλις περιγράψαμε είτε προέρχονταν από βαρυτικά κύματα), με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο το «φιλτράρισμα» ενός «θορύβου» από την ανεπαίσθητη ταλάντωση που θα προκαλούσε η διέλευση ενός «πραγματικού» βαρυτικού κύματος.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι επειδή τα βαρυτικά κύματα ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός και οι δύο ανιχνευτές απέχουν 3.000 km, η διέλευση βαρυτικών κυμάτων δεν θα είναι ταυτόχρονη, αλλά θα παρατηρείται με χρονική καθυστέρηση περίπου ενός εκατοστού του δευτερολέπτου.

Αυτή η χρονοκαθυστέρηση, όμως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους αστρονόμους, προκειμένου να προσδιορίσουν την ακριβή θέση στον ουρανό της πηγής ενός βαρυτικού κύματος.

Επομένως, εάν ένα πιθανό σήμα παρατηρηθεί στον έναν ανιχνευτή, αλλά όχι στον άλλον μέσα στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται το φως για να διασχίσει την απόσταση που χωρίζει τους δύο ανιχνευτές, το σήμα αυτό απορρίπτεται.

π